ψελλιστής

Revision as of 18:55, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A stammerer, Gloss. II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).

Greek (Liddell-Scott)

ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.