μελάγχλωρος

Revision as of 11:44, 20 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s. v.l." to "s.v.l.")

English (LSJ)

ον, A dark olive-coloured, sallow, v.l. in Hp.Epid.6.2.19, prob. in Arist. Phgn.812a19, cf. Gal.13.460, Vett.Val.111.9, Aret.SD2.1; χροιή ib. 1.5; χολή ib.15.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzgelb od. schwarzbraun, s.v.l. für μελίχλωρος, Plat. Rep. V, 474 e.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχλωρος: -ον, μελανόχλωρος, ὁ ἔχων χρῶμα μελανίζον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1, κτλ.

Greek Monolingual

μελάγχλωρος και μελανόχλωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινοςμελάγχλωρος χολή», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό-χλωρος, μελί-χλωρος)].