χήνειος

Revision as of 12:35, 29 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

α, ον, Ion. χήνεος, η, ον (also PCair.Zen.130.26 (iii B. C.)): (χήν):— of a goose or belonging to a goose, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Hdt. 2.37; ᾠόν Arist.HA558a22, cf. PCair.Zen. l.c.; χήνεια (sc. κρέα) Menipp. ap. Ath.14.664e; στέαρ Dsc.1.68.3, Sor.1.56; χήνεια ἥπατα, a Greek dainty, foie gras, Ath.9.384c (ἀρνεία shd. be read in E.Fr.467).

German (Pape)

[Seite 1353] ion. χήνεος, von der Gans, zur Gans gehörig; Eur. frg. Cress. 13, 4; ἥπατα Eubul. bei Ath. IX, 384 c; ᾠόν, Gänseei, Luc. Alex. 13, wie Eriphus bei Ath. II, 58 b.

Greek (Liddell-Scott)

χήνειος: -α, -ον, Ἰων. χήνεος, -η, -ον, (χὴν)· ― ὁ τῆς χηνὸς, ὁ εἰς χῆνα ἀνήκων, Λατ. anserinus, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Ἡρόδ. 2. 37, Διόδ. 1. 70· ᾠὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 5· στέαρ Διοσκ. 1. 81· χήνεια ἥπατα, ἦσαν περιζήτητον ἔδεσμα παρ’ Ἕλλησι, foie gras, «χηνείων δ’ ἡπάτων μνημονεύει Εὔβουλος ἐν Στεφανοπώλισι λέγων οὕτως εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις» Ἀθήν. 384C ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ὁ Meineke διώρθωσεν ἄρνεια χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’oie.
Étymologie: χήν.

Spanish

de ganso

Greek monolingual

χήνεια, χήνειο χήνειος, χηνεία, χήνειον, ΝΜΑ, και χήνιος, -ία, -ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, χηνέα, χήνεον, Α χήν / χήνα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος
νεοελλ.
φρ. «χήνειο δέρμα»
ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την όψη μαδημένης χήνας λόγω της αντανακλαστικής συστολής των ορθωτήρων μυών των τριχών
αρχ.
φρ. «χήνειον ἧπαρ» — περιζήτητο και ακριβό έδεσμα από συκώτι χήνας Αθήν.

Greek Monotonic

χήνειος: -α, -ον, Ιων. χήνεος, -η, -ον, αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε χήνα, Λατ. anserinus, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χήνειος: ион. χήνεος 3 гусиный (κρέα Her.; ᾠόν Arst.).

Middle Liddell

χήνειος, η, ον
of or belonging to a goose, Lat. anserinus, Hdt.