χήνεος
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
Ionic for χήνειος.
German (Pape)
[Seite 1353] ion. statt χήνειος, κρεῶν βοέων καὶ χηνέων πλῆθος Her. 2, 37, wo es Andere für den gen. plur. von χήν erklären.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ion.
d'oie.
Étymologie: χήν.
Greek (Liddell-Scott)
χήνεος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ χήνειος.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
ιων. τ. βλ. χήνειος.