благодеяние
Russian > Greek
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη