ηχηρώς

Revision as of 12:58, 19 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ηχηρός και ηχερός, -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ηχηρός και ηχερός, -ή, -ό
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή»)
2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός
3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε ένταση και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική κίνηση από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα β, γ, δ, ζ, λ, μ, ν, ρ)
4. μτφ. εντυπωσιακός («ηχηρή διαφορά»).
επίρρ...
ηχηρώς και ηχηρά
με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ηρος (πρβλ. λυπηρός, μοχθηρός). Ο τ. ηχερός < ηχηρός με τροπή του η σε ε προ του ρ (πρβλ. σίδερο < σίδηρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].