ἀργινεφής

Revision as of 20:39, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ές, A clouded with white, ὀπός S.Fr.534.2 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργινεφής: -ές, ὁ λευκὸς ὡς νέφος λευκόν, ὀπὸς Σοφ. Ἀποσπάσμ. 479.

Spanish (DGE)

(ἀργῐνεφής) -ές semejante a una nube blanca ὀπός S.Fr.534.2.

Greek Monolingual

ἀργινεφής (-οῦς), -ές (Α)
λευκός σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀργῐνεφής: похожий на белое облако, молочно-белый (ὀπός Soph.).