ἀπελέκητος
English (LSJ)
ον, A unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
•fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».
Russian (Dvoretsky)
ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).