ἐκχωρίζω

Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A cut off, separate, PRyl.378.11 (ii A.D., Pass.). II Pass., to be voided, of excrements, Arist.HA551a7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχωρίζω: ἀποχωρῶ, περιττώματα ἐκκεχωρισμένα, ἀποκεχωρημένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19.

Spanish (DGE)

1 evacuar en v. pas., excrementos, Arist.HA 551a7.
2 separar, quitar τὰ σκεύη, ἃ ἐξεχώρισεν Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος LXX 1Es.4.57, cf. 44.
3 dejar, ceder tierras, en v. pas. PRyl.378.11 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἐκχωρίζω (AM)
μσν.
1. χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τους άλλους, ξεκόβω
2. διαφωνώ και έρχομαι σε φιλονικία
αρχ.
(για περιττώματα) αποχωρώ, εκκενώνομαι.