ἐπιθαλασσίδιος

Revision as of 18:33, 21 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Att. ἐπιθαλαττίδιος, ον, = ἐπιθαλάσσιος (lying on the coast, dwelling on the coast, marine), Th. 4.76, X. HG 3.4.28, Pl. Lg. 704b, etc. ; ἐπιθαλαττιαῖος is prob. f.l. in Str. 2.1.16, 3.4.20.

German (Pape)

[Seite 942] att. -ττίδιος, = Folgdm, auch 3. End.; πόλεις Xen. Hell. 3, 4, 28; αἱ Σίφαι εἰσὶ ἐπιθαλασσίδιοι Thuc. 4, 76; Ggstz χερσαῖος Plat. Legg. IV, 704 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.

Greek Monolingual

ἐπιθαλασσίδιος και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
ο επιθαλάσσιος.

Greek Monotonic

ἐπιθᾰλασσίδιος: Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθᾰλασσίδιος: атт. ἐπιθαλαττίδιος 2 и 3 Thuc., Xen. = ἐπιθαλάσσιος.

Middle Liddell

= ἐπιθᾰλάσσιος, Thuc., Xen.]

English (Woodhouse)

by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea