ἰξίον

Revision as of 06:03, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, leaf of pine-thistle (χαμαιλέων λευκός) (= ἰξία ΙΙ), Gal.19.106.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίον: τό, τὸ φύλλον τοῦ φυτοῦ ἰξία, Γαλην. Λεξ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἰξός, Νικήτ. Εὐγ. 2. 130.

Greek Monolingual

ἰξίον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
υποκορ. του ιξός
αρχ.
το φύλλο του φυτού χαμαιλέων ο λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, παιδίον)].