σύνθλιψις

Revision as of 08:02, 13 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, compression, Arist.Resp.472b1: metaph., ἔπους (e.g. ὑπέκ) Longin.10.6.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammenquetschen, Schol. Il. 15, 624.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθλιψις: ἡ, θλῖψις, συμπίεσις, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 9· μεταφορ., ἔπους Λογγῖν. 10. 6. ΙΙ. θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, Θεόδ. Στουδ. σ. 301Α.

Russian (Dvoretsky)

σύνθλιψις: εως ἡ сжимание, сдавливание Arst.

Greek Monolingual

η / σύνθλιψις, -ίψεως, ΝΜΑ συνθλίβω
συμπίεση, ζούληγμα
νεοελλ.
τσαλάκωμα
μσν.
μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια.