κυρίως

Revision as of 16:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

Adv. of κύριος, A like a lord or master, with full authority, τὰς πόλεις κ. παρείληφεν Isoc.4.137; κ. ζημιοῦν Arist.Ath.3.6, SIG1004.11 (Oropus, iv B.C.). II surely, by fixed decree, A.Ch.785 (lyr.). 2 regularly, lawfully, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Id.Ag.178 (lyr.), Is.7.26; κ. γίγνεσθαι Pl.Lg.925c; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, S.Ph.63; δόντος τοῦ πατρός D.36.32. III precisely, exactly, διόψεσθαι τὸ ἀληθές Pl.Prm.136c. IV properly, πρώτως καὶ κ. Arist.EN1157a31; τὸ κ. [ἓν καὶ εἶναι] Id.de An.412b9; especially of words, in the proper sense, opp. μεταφορᾷ or κατὰ μεταφοράν, κ. κατά τινος κατηγορεῖσθαι Id.Top.123a35, cf. 139b36; κ. λέγεσθαι Id.Metaph.1015a14, cf. Str. 3.5.5, Phld.Po.5.19, etc.; ἡ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κ. Plb.2.22.1; properly speaking, D.T.632.23: Comp. -ώτερον, λέγεσθαι Arist.EN 1098a6: Sup. -ώτατα, λέγεσθαι Id.Cat.14a27. V in a special (i.e. exceptional) sense, Olymp.in Mete.306.29.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρίως: Ἐπίρρ. τοῦ κύριος, ὡς κύριοςδεσπότης, μετ’ ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Χο. 685, Ἰσοκρ. 68Ε. ΙΙ. κανονικῶς, ὁμαλῶς, νομίμως, προσηκόντως, διὰ νόμου, κ. ἔχω, εἶμαι ὡρισμένος, ἰσχύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 178, Ἰσαῖ. 66. 9· οὕτω, κ. γενέσθαι Πλάτ. Νόμ. 925C· κ. καὶ πρώτως Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4· τὸ κ. ἓν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 7, κτλ.· ― ὡσαύτως, κ. αἰτεῖσθαι, δικαιωματικῶς, Σοφ. Φιλ. 63· δοῦναι Δημ. 954. 20. ΙΙΙ. ἀκριβῶς, «σωστά», Πλάτ. Παρμ. 136C, κτλ. IV. ἐπὶ λέξεων, κατὰ τὴν σημασίαν αὐτῶν, τὴν συνήθη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεταφορᾷ ἢ κατὰ μεταφοράν, Ἀριστ. Τοπ. 4. 3, 4., 6. 2, 3, Μεταφ. 4. 4, 8, κ. ἀλλ.· συγκρ. κυριώτερον λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 1. 7, 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en maître, avec autorité;
2 avec force de loi, de plein droit, légitimement, régulièrement;
3 dans le sens propre, proprement.
Étymologie: κύριος.

Greek Monolingual

(AM κυρίως)
βλ. κύριος.

Greek Monotonic

κῡρίως: επίρρ. του κύριος,
I. όπως ένας άρχονας ή αφέντης, επιβλητικά, έγκυρα, σε Αισχύλ.
II. κανονικά, πρωταρχικά, εύλογα, νόμιμα, κ. ἔχειν, είμαι ορισμένος, ισχύω, στον ίδ.· κ. αἰτεῖσθαι, sue jure, σε Σοφ. κ.λπ.
III. λέγεται για λέξεις, με την αρχική τους σημασία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κῡρίως:
1) повелительно, властно (πόλεις τινὰς παραλαβεῖν Isocr.);
2) законным образом, по праву, справедливо (αἰτεῖσθαι Soph.; ὁ κλῆρος γιγνέσθω κ. Plat.);
3) в собственном смысле слова (λέγεσθαι Arst.); собственно (σημαίνειν Polyb.);
4) полностью, целиком, вполне (διόψεσθαι τἀληθές Plat.);
5) подлинно, в действительности (φαίνεσθαι κατὰ τὴν αἴσθησιν Arst.).

Middle Liddell

[adverb of κύριος
I. like a lord or master, authoritatively, Aesch.
II. regularly, legitimately, properly, κ. ἔχειν to be fixed, hold good, Aesch.; κ. αἰτεῖσθαι, suo jure, Soph., etc.
III. of words, in their proper sense, Arist.

English (Woodhouse)

authoritatively