ὑλήεις

Revision as of 17:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

[ῡ], εσσα, εν, but ὑλήεις as fem. in Od.1.246; ὑλήειν as neut., Choerob. in Theod.2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—A woody, wooded, πρών Il.17.748; Ζάκυνθος, Νήϊον, Od.1.246, 186; ὄρος, Ἴδη, Hes.Th.484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα S.Aj.1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.Hel.1303 (lyr.); πλόος, ἀταρπὸς ὑ., through the wood or dense growth, Antim.62, AP10.22 (Bianor). 2 dwelling in the woods, ib.9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1177] εσσα, εν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα νάπη, Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλήεις: εσσα, εν, ἀλλὰ ὑλήεις ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. ὑλάεις, συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - δασώδης, δρυμώδης, πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· ὄρος, Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· πρόβλημα Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, πλόος ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
couvert de bois, boisé.
Étymologie: ὕλη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑλάεις, -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α
1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση
3. φρ. «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

ὑλήεις: -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα·
1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ.
2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ὑλάεις, άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. ὑλήεις; стяж. acc. pl. n ὑλᾶντα)
1) лесистый (πρών Hom.; Ἴδη Hes.; νάπη Eur.);
2) обитающий в лесах, лесной (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

ὑλήεις, εσσα, εν [ὕλη]
1. woody, wooded, Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a path through the wood, Anth.
2. dwelling in the woods, Anth.