ἐαρίζω

Revision as of 20:02, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A pass the spring, X.An.3.5.15. II bloom as in spring, Ph.2.99:—Med., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Pl.Ax.371c. III to be like spring, μετοπώρου ἐαρίζοντος Ph.1.13, cf. 2.643.

German (Pape)

[Seite 698] 1) den Frühling zubringen; Xen. An. 3, 5, 15; Ath. XII, 513 f. – 2) Frühling haben, wie im Frühling grünen u. blühen, Sp.; auch im med., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Plat. Ax. 371 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐαρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, διέρχομαι τὸ ἔαρ, Λατ. vernare, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 15· πρβλ. χειμάζω, hiemare. II. ἀνθῶ, θάλλω ὡς ἐν τῷ ἔαρι, Φίλων 2. 99. - Μέσ., λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Πλάτ. Ἀξ. 371C.

French (Bailly abrégé)

f. ἐαρίσω;
passer le printemps (qqe part).
Étymologie: ἔαρ.

Spanish (DGE)

1 c. suj. de pers. pasar la primavera ἔνθα θερίζειν καὶ ἐαρίζειν λέγεται βασιλεύς X.An.3.5.15 (cód.), cf. Ath.513f, Ast.Soph.Hom.14.7
tb. en v. med. ἐαριζομένου δὲ τοῦ Ἱππολύτου παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τῆς θαλάσσης Zopyr.Hist.Thes.1.
2 c. otros suj. estar como en primavera, tener aspecto primaveral τῆς χώρας ... ταῖς χειμεριναῖς ἐαριζούσης τροπαῖς siendo así que la tierra (de Egipto) goza de un tiempo primaveral en la época del solsticio de invierno Ph.2.99, μετωπώρου ἐαρίζοντος Ph.1.13
tb. en v. med. λειμῶνες ἄνθεσι ποικίλοις ἐαριζόμενοι Pl.Ax.371c
florecer en primavera ὥσπερ ἐαρίζουσα ἡ γῆ ἐκ χειμῶνος como cuando tras el invierno llega la primavera a la tierra Sch.Pi.I.4.29a
llegar con la primavera τὰ ὄρνεα Lyd.Mens.4.64 (p.116).

Greek Monolingual

ἐαρίζω (Α) έαρ
1. περνώ την άνοιξη
2. ανθώ
3. μοιάζω με την άνοιξη.

Greek Monotonic

ἐαρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, περνώ την άνοιξη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐᾰρίζω:
1) проводить весну (ἔνθα θερίζειν καὶ ἐ. Xen.);
2) med. цвести, расцветать (λειμῶνες ἄνθεσιν ἐαριζόμενοι Plat.).

Middle Liddell

ἐαρίζω, [from ἔαρ]
to pass the spring, Xen.