ὀρθότης

Revision as of 20:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A upright posture, erectness, X.Mem.1.4.11; of man, Arist.PA658a22, al. 2 straightness, opp. κάμψις, ib.654b5. 3 fixity, ὀμμάτων Hp.Coac.223. II metaph., rightness, correctness, τῶν ἐπῶν Ar.Ra.1181; λογισμῶν Pl.Ti.47c; μουσικῆς Id.Lg.655d; λόγων Gorg.Fr.6 D.; ἡ τῶν ὀνομάτων ὀ. Pl.Cra.422b sq., etc. III use of the nominative case in narrative, Hermog.Id.1.3, al.

German (Pape)

[Seite 376] ητος, ἡ, die Gradheit, der aufrechte Stand, des Menschen, Xen. Mem. 1, 4, 11. Gew. übertr. die Richtigkeit, Wahrheit, Plat. oft, Ggstz ἁμαρτία περὶ νόμων, Legg. I, 627 d; καὶ εὐτυχία, Euthyd. 282 a; Arist. eth. 6, 9; Plut. Mar. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθότης: -ητος, ἡ, ὀρθία στάσις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 11· ἐπὶ ἀνδρός, Ἀριστ. π Ζ. Μορ. 2. 14, 3, κ. ἀλλ. 2) εὐθύτης, ἀντίθετον τῷ κάμψις, αὐτόθι 2. 9, 2. ΙΙ. μεταφ., ὀρθότης, τῶν ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1181· λογισμῶν Πλάτ. Τιμ. 47C· μουσικῆς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 655C· ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθ., ἡ ὀρθὴ αὐτῶν ἔννοια, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 422Β κἑξ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ότητος (ἡ) :
I. stature ou allure droite;
II. fig. 1 régularité, justesse, exactitude;
2 au mor. droiture, vertu.
Étymologie: ὀρθός.

Greek Monotonic

ὀρθότης: -ητος, ἡ (ὀρθός),
I. όρθια θέση, όρθια στάση, σε Ξεν.
II. μεταφ., ορθότητα, ορθή έννοια, ερμηνεία, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθότης: ητος ἡ
1) вертикальное положение (sc. τοῦ ἀνθρώπου Xen., Arst.);
2) прямизна (τῶν ὀστῶν Arst.);
3) правильность, истинность, справедливость (λογισμῶν Plat.; τῶν ἐπῶν Arph.);
4) прямота, честность (ἀρετὴ καὶ ὀ. Plut.).

Middle Liddell

ὀρθότης, ητος, ἡ, ὀρθός
I. upright posture, erectness, Xen.
II. metaph. rightness, correctness, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

correctness, erectness, fairness, truth