ορθότητα

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀρθότης, -ητος) ορθός
1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα του συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.)
2. ευθύτητα
αρχ.
1. η όρθια στάση
2. η χρήση της ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση
3. σταθερότητα.