ορθότητα

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀρθότης, -ητος) ορθός
1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα του συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.)
2. ευθύτητα
αρχ.
1. η όρθια στάση
2. η χρήση της ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση
3. σταθερότητα.