δημορριφής

Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ές, A hurled by the people, ἀραί A.Ag.1616.

Greek (Liddell-Scott)

δημορριφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐρριμμένος, ἀραὶ δ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lancé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ῥίπτω.

Spanish (DGE)

(δημορρῐφής) -ές lanzado, proferido por el pueblo ἀραί A.A.1616.

Greek Monolingual

δημορριφής, -ές (Α)
φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ριφής < ριφή < ρίπτω].

Greek Monotonic

δημορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που εκτοξεύεται από το λαό, π.χ. κατάρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δημορρῐφής: брошенный народом, народный (ἀρά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit.

Middle Liddell

ῥίπτω
hurled by the people, Aesch.