λαχνόγυιος
English (LSJ)
ον, A with shaggy limbs, θῆρες E.Hel.378 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 20] mit dichtbehaarten Gliedern, θῆρες Eur. Hel. 378.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
λαχνόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + -γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερόγυιος, λιπόγυιος].
Greek Monotonic
λαχνόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνόγυιος: с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.).