ποικιλομήχανος

Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.

German (Pape)

[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήχανος: хитроумный, лукавый (Ἔρως Anth.).

Middle Liddell

ποικῐλο-μήχᾰνος, ον,
full of various devices, Anth.