ἀποχάζομαι
English (LSJ)
A withdraw from, βόθρου Od.11.05; γραφίδων APl.4.181 (Jul. Aegypt.): abs., ἀποχασθῇ· ἀποθάνῃ, Hsch.:—Act., only in aor. imper. ἀπόχασον· ἀποχώρησον, Id.
German (Pape)
[Seite 335] (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόθρου Od. 11, 95; das act. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχάζομαι: ἀποθ., ἀποσύρομαι, ἀλλ’ ἀποχάζεο βόθρου, χάζεο ἀπὸ βόθρου, ἀποχώρησον ἀπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 95· ἀλλὰ τάχος γραφίδων ἀποχάζεο Ἀνθ. Πλαν. 1881. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, «ἀπόχασον, ἀποχώρησον».
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, χάζομαι.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
retirarse, alejarse c. gen. βόθρου Od.11.95, γραφίδων AP 16.181 (Iul.Aegypt.), πολέμων Nonn.D.Perioche 57, de la luna ἀποχαζομένη Ὑπερίονος Man.2.483, μελέων Apoll.Met.Ps.37.19, cf. Hsch.
•abstenerse de c. inf. βαίνειν Eudoc.Cypr.2.288
•euf. por morir Hsch.
Greek Monolingual
ἀποχάζομαι (Α) χάζω, -ομαι]
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
Greek Monotonic
ἀποχάζομαι: αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.