ἀπολέπω

Revision as of 12:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

aor. 2 Pass. A ἀπελέπην Hsch.:—peel, skin, ἀ. μάστιγι τὸ νῶτον cj. Ruhnk. in E.Cyc.237; ὥσπερ ᾠὸν τὸ λέμμα Ar.Av.673; θπίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν with the stalk peeled, Epich. 158. 2 lop off, στεῦτο ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Il.21.455 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 311] abschälen, Ar. Av. 673, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα, abhäuten: μάστιγι τὸ νῶτον, abgerben, Eur. Cycl. 237; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέπω: μέλλ. -ψω, ἐκλεπίζω, ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν, τὸ δέρμα, ἀπ. μάστιγι τὸ νῶτον (πρβλ. ἀποθλίβω) Εὐρ. Κύκλ. 237· ὥσπερ ᾠὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 673· θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν, μὲ τοὺς καυλοὺς ἐκλελεπισμένους, Ἐπιχ. 109 Ahr., ἡ τὸν καυλὸν ἀπολελεμμένη θρίδαξ Εὐστ. Ὀδ. 1863, 55.

French (Bailly abrégé)

1 peler;
2 écorcher.
Étymologie: ἀπό, λέπω.

English (Autenrieth)

fut. inf. ἀπολεψέμεν: peel off, ‘lop off,’ οὔατα, Il. 21.455† (v.l. ἀποκοψέμεν).

Spanish (DGE)

1 cortar, rebanar οὔατα χαλκῷ Il.21.455.
2 pelar κρόμμυα Hp.Morb.2.22, ὥσπερ ᾠὸν ... ἀπολέψαντα ... τὸ λέμμα quitando la cáscara como a un huevo Ar.Au.673, en v. pas. θρίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν Epich.145, cf. Phot.α 2556.

Greek Monotonic

ἀπολέπω: μέλ. -ψω, απολεπίζω, αφαιρώ τον φλοιό, το δέρμα, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέπω: облуплять, сдирать (τὸ λέμμα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Arph.; μάστιγι τὸ νῶτον Eur.).

Middle Liddell

to peel off, flay, Eur., Ar.