ἐπιγνωρίζω
English (LSJ)
A make known, announce, signify, ἀληθῆ εἶναι ταῦτα X.Cyn.6.23:—Pass., Sm.Pr.20.11. II. recognize, J.AJ19.3.1.
German (Pape)
[Seite 933] bekannt machen, kund thun, Xen. Cyn. 6, 23, mit acc. c. inf., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθιστῶ τι γνωστὸν διὰ σημείων, ἐπιγνωρίζουσαι (αἱ κύνες) ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Ξεν. Κυν. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιγνωρίζω (AM)
καθιστώ γνωστό κάτι, ανακοινώνω
αρχ.
αναγνωρίζω.
Greek Monotonic
ἐπιγνωρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, γνωστοποιώ κάτι με σημεία, αναγγέλλω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνωρίζω: давать знать, указывать (ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Xen.).