ἐπίμαστος

Revision as of 12:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, (ἐπιμαίομαι) A sought out, brought in (like ἐπακτός), ἀλήτης Od.20.377 (variously expld. by Gramm.).

German (Pape)

[Seite 960] ἀλήτης Od. 20, 377, entweder ein Bettler, der sich seinen Unterhalt zusammensucht, ὁ τροφὴν μαστεύων, Eust., ἐνδεὴς ἐπαίτης, Schol., oder ein aufgelesener, mit ins Haus gebrachter Bettler, ἐπίληπτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμαστος: -ον, (ἐπιμαίομαι) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «ἐπίμαστοςἐπαίτης, ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cherche sa nourriture, mendiant.
Étymologie: ἐπί, μαστός.

English (Autenrieth)

(ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hencefilthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.

Greek Monolingual

ἐπίμαστος, -ον (Α) επιμαίομαι
ζητιάνοςοἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπίμαστος: -ον (ἐπιμαίομαι), αυτός που ζητά βοήθεια, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμαστος: просящий подаяния, нищенствующий (ἀλήτης Hom.).

Middle Liddell

ἐπίμαστος, ον ἐπιμαίομαι
seeking for help, begging, Od.