ὡρακιάω

Revision as of 12:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A faint, swoon away, Ar.Ra.481, Pax702, and in later Prose, as Phld.Acad.Ind.p.50M., Lib.Decl.26.33, 31.34, Them.Or. 26.314b.—Moer.p.425P. writes it with the aspir., as Att. for λιποψυχέω. Others wrote it ὠρακιάω as if for ὠχριάω, and this sense is given to the word by Aristaenet.1.10, Procop.Arc.10, Sch.Ar.Pax l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρᾱκιάω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 481, Εἰρ. 702, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον ἐν Λιβαν. 4. 143, 209, Θεμιστίῳ 214Β· ― ὁ Μοῖρ. 425, γράφει τὴν λέξιν ὀρθῶς διὰ δασείας καὶ λέγει ὅτι εἶναι Ἀττικὴ ἀντὶ τοῦ λιποψυχέω, «ὡρακιᾶν Ἀττικοί, λιποψυχεῖν Ἕλληνες». Ἕτεροι γράφουσιν ὠρακιάω διὰ ψιλῆς, οἱονεὶ ἀντὶ ὠχριάω, ταύτην δὲ τὴν σημασίαν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Ἀρισταίν. 1. 10, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 381. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρακιᾶν· τὸ ἐν τοῖς βαλανείοις ἐκλύεσθαι ἢ σκοτοῦσθαι, καὶ ὠχριᾶν», καὶ: «ὡρακιᾶν· λιποψυχεῖν. ἐκλύεσθαι καὶ σκοτοῦσθαι μετὰ ὠχριάσεως ἢ καὶ ἱδρῶτος. οἱ δὲ ναυσιᾶν καὶ σκοτοῦσθαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber en défaillance.
Étymologie: DELG étym. hypoth.

Greek Monotonic

ὡρᾱκιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], λιποψυχώ, λιποθυμώ, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ὡρᾱκιάω: лишаться чувств, падать в обморок Arph.

Middle Liddell

ὡρᾱκιάω,
to faint, swoon away, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ὡρακιάω: (auch ὠρ-),
{hōrākiáō}
Forms: Aor. -ιᾶσαι, auch ὡρακίζω ib. (EM).
Grammar: v.
Meaning: ‘in Ohnmacht fallen, schwindlig sein od. werden’, sp. auch erblassen (Ar., sp. Prosa)
Etymology : Nicht sicher erklärt. Als Krankheitsverb auf -ιάω (Schwyzer 732) von *ὥραξ etwa Ohnmacht, Schwindel, wie νέαξ, πλούταξ, κνώδαξ u.a. (zum Typus Björck Alpha impurum 260ff.) von einem Nomen, u.zw. *ὧρος od. *ὥρα, das als *ϝῶρος, *ϝώρα mit awno. ōrar f. pl. Anfälle der Geistesverwirrung identisch sein kann: idg. *u̯ōrā; dazu mit germ. ja-Suffix awno. ø̄rr schwindlig, verwirrt (idg. *u̯ōri̯o-). — Frisk Eranos 43, 229ff. = Kl. Schr. 381 ff. (nach Persson Beitr. 1, 548 f.) mit weiteren hypothetischen Kombinationen.
Page 2,1151