περιστιχίζω

Revision as of 13:29, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

= περιστοιχιζω, A.Ag.1383.

German (Pape)

[Seite 594] in Reihen umherstellen, wie περιστοιχίζω, ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥςπερ ἰχθύων, περιστιχίζω, Aesch. Ag. 1356.

Greek (Liddell-Scott)

περιστῐχίζω: περιστοιχίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1383.

French (Bailly abrégé)

c. περιστοιχίζω.

Greek Monolingual

Α
περιστοιχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + στίχος «σειρά, γραμμή»].

Greek Monotonic

περιστῐχίζω: (στίχος), κυκλώνω ολόγυρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

περιστῐχίζω: расставлять кругом (ἄπειρον ἀμφίβληστρον Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστιχίζω zie περιστοιχίζω.

Middle Liddell

στίχος
to put all round, Aesch.