ἐτνοδόνος

Revision as of 14:39, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A soup-stirring, τορύνα AP6.305 (Leon.), 306 (Aristo).

German (Pape)

[Seite 1052] τορύνη, Brei erschütternd, umrührend, Conj. für ἐτνοδόκος, Leon. Tar. 14; Aristo. 1 (VI, 305. 306); vgl. Schol. Ar. Equ. 980.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνοδόνος: -ον, ὁ ἀνακυκῶν, ἀνακατώνων τὸ ἔτνος, τορύνη Ἀνθ. Π. 6. 305· ἐτνοδόνον τορύναν αὐτόθι 306.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui remue la purée.
Étymologie: ἔτνος, δονέω.

Greek Monolingual

ἐτνοδόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + -δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ-δονος].

Greek Monotonic

ἐτνοδόνος: -ον (δονέω), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, τορύνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτνοδόνος: служащий для размешивания похлебки (τορύνη Anth.).

Middle Liddell

ἐτνο-δόνος, ον δονέω
soup-stirring, τορύνη Anth.