ἐπινεφής

Revision as of 14:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ές, A clouded, dark, (ἀήρ) Arist.Pr.941a5, Thphr.CP5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51. II. bringing clouds, (ἄνεμος)ib.4.

German (Pape)

[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.

Greek Monolingual

ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).