δίφυιος

Revision as of 15:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> \w+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A = διφυής, Antag.1.7. II = δύο, A.Ag.1469 (lyr.). III = διπλοῦς, Schwyzer 411.5, 419.8 (Elis): ζίφ- prob. in ib.410.1 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 645] doppelgestaltig, wie διφυής; σῶμα Antagoras bei D. L. 4, 26; Τανταλίδαι, die beiden T., Aesch. Ag. 1447.

Greek (Liddell-Scott)

δίφυιος: [ῐ], -ον, = διφυής, Ἀνταγόρας παρὰ Διογ. Λ. 4. 27. ΙΙ. = δύο, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468· ― φυίω εἶναι Αἰολ. ἀντὶ φύω, Ε. Μ. 254. 17· πρβλ. δεκάφυιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de double nature ; au plur. deux.
Étymologie: διφυής.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): el. ζίφυιος IO 2.6, 3.1 (ambas VII/VI a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [plu. dat. διφυίοισιν A.A.1468]
1 de naturaleza doble σῶμα δ. de Eros, Antag.1.7.
2 poét. dos δαῖμον, ὃς ἐμπίτνεις ... διφυίοισι Τανταλίδαισιν ¡oh demon! que te lanzas contra los dos Tantálidas, e.e. contra los Atridas A.l.c.
3 doble, multipicado por dos ζίφ[υιον ... ζίκ] αιον ἀποτινέτο IO 3.1, cf. 4.5 (ambas VII/VI a.C.)
neutr. sg. subst. τὸ δ. el doble ζίφυιον ἀποτινέτο IO 2.6 (VII/VI a.C.), cf. 18.8 (V/IV a.C.).

Greek Monolingual

δίφυιος, -ον (Α)
1. διφυής
2. διπλός.

Greek Monotonic

δίφυιος: [ῑ], -ον, = διφυής· επίσης = δύο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίφυιος:
1) Diog. L. = δυφυής 1;
2) pl. двое, оба: δίφυιοι Τανταλίδαι Aesch. оба Танталида, т. е. Ἀτρεύς и Αἴγισθος.

Middle Liddell

δί-˘φυιος, ον adj = διφυής; also = δύο, Aesch.]