πατροφάγος

Revision as of 16:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A devouring one's patrimony, spendthrift, Gloss.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει, που καταδαπανά την πατρική περιουσία, σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. σαρκοφάγος.