ἡμιδιπλοΐδιον
English (LSJ)
τό, A a woman's dress folded at the top so as to fall half-way down the figure, Ar.Ec.318, cf. EM430.46.
German (Pape)
[Seite 1167] τό, att. ἡμιδιπλοίδιον, Halbmäntelchen, Unterkleid der Frauen, Ar. Eccl. 318; vgl. E. M. 430, 46.
Greek Monolingual
ἡμιδιπλοΐδιον, τὸ (Α)
γυναικείος χιτώνας που διπλωνόταν στο άνω μέρος έτσι ώστε να πέφτει ώς τη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διπλοΐδ-ιον (< θ. διπλοΐδ- του διπλοΐς, -ίδος «διπλός μανδύας») + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδ-ίον)].
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐδιπλοΐδιον: атт. ἡμῐδιπλοίδιον τό короткая женская накидка Arph.