γυναικείος

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Greek Monolingual

και γυναικείος, -α, -ο (AM γυναικείος, -α, -ον
Α και γυναικήιος, -η, -ον
Μ και γυναικείος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι' αυτήν
2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
θηλυπρεπής
II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη
αρχ.
ο γυναικών
III. το ουδ. εν. ως ουσ. το γυναικείο (Μ γυναικεῖον)
νεοελλ.
ο γυναικωνίτης της εκκλησίας
μσν.
ο χώρος εργασίας τών γυναικών
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυναικεία και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῖα)
1. τα γεννητικά όργανα της γυναίκας
2. τα έμμηνα
νεοελλ.
1. γυναικολογικές διαταραχές
2. αφροδίσια νοσήματα
3. γυναικεία φορέματα
αρχ.
1. απασχολήσεις τών γυναικών
2. φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικείος, γυναικήιος < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρείος, ανδρήιος)].