χοινίκη

Revision as of 08:45, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, A = τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων, Hsch. (s. v.l.; cf. χοινικίς 1).

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, 1) die eiserne Büchse des Rades, in welcher sich die Achse dreht, auch χνόη u. χοῖνιξ, Hesych. – Eine ähnliche Büchse an andern Instrumenten. – 2) ein wundärztliches Instrument zum Einschneiden in einen Knochen, der hohle Bohrer mit gezahntem Rande, der Krontrepan, Medic. – 3) auch wie χοῖνιξ, eine Art Fußeisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χοινίκη: [ῐ], ἡ, (χοῖνιξ) = χνόη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 104. - Πρβλ. χοινικὶς Ι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) εργαλείο για διάνοιξη οπών, τρυπάνι
αρχ.
η χνόη του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. χοινικίς].