πινώδης

Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ες, (πίνος) A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.

German (Pape)

[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.

Greek Monotonic

πῐνώδης: -ες (πίνος, εἶδος), βρόμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πινώδης -ες [πίνος] vuil, smerig.

Russian (Dvoretsky)

πῐνώδης: покрытый грязью (κάρα Eur.).

Middle Liddell

πίνος, εἶδος
dirty, foul, Eur.

English (Woodhouse)

dirty, squalid, tarnished, travel-stained, unkempt