ἐκδείκνυμι

Revision as of 11:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

A exhibit, display, S.El.348, E.Hipp.1298:—Med., ἔθος τόδ' εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην, prob. for -λεξάμην, Id.Supp.341. II point out, S.OC1021.

German (Pape)

[Seite 756] (s. δείκνυμι), aufzeigen, anzeigen; Soph. O. C. 1025 El. 230 Eur. Hipp. 1298; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδείκνῡμι: ἐπιδεικνύω, φανερώνω, Σοφ. Ἠλ. 348, Εὐρ. Ἱππ. 1298: - Μέσ., ἔθος τόδ’ εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην Εὐρ. Ἱκ. 341. ΙΙ. δεικνύω, Σοφ. Ο. Κ. 1021.

French (Bailly abrégé)

exposer, montrer clairement, acc..
Étymologie: ἐκ, δείκνυμι.

Spanish (DGE)

(ἐκδείκνῡμι)
mostrar τὸ τούτων μῖσος S.El.348, φρένα ... δικαίαν E.Hipp.1298, αὐγήν τε ἄρρητον ἐκδεινῦσα τοῦ προσώπου Philostr.Iun.Im.7.1, cf. Ael.NA epíl., c. dat. τὰς παῖδας ... ἐμοί S.OC 1021
en v. med. mismo sent. ἡ γεῦσις ἐκδείκνυται τὰ πολλά Gal.11.703, cf. 10.632, Gr.Nyss.Res.296.9, τὴν ἰδίαν τελειότητα Ath.Al.M.26.1113B, cf. Iambl.Myst.7.3
c. complet. enseñar, demostrar ἐκδεικνυμένου τοῦ Πλάτωνος ὅτι ... Procl.in Prm.1247.

Greek Monolingual

ἐκδείκνυμι (Α)
1. φανερώνω, γνωστοποιώ
2. δείχνω, παρουσιάζω.

Greek Monotonic

ἐκδείκνῡμι: μέλ. -δείξω, επιδεικνύω, φανερώνω, εκθέτω, παρουσιάζω, εμφανίζω, διακηρύττω, εκθέτω, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδείκνῡμι:
1) показывать, обнаруживать (τὸ μῖσός τινος Soph.; φρένα δικαίαν, med. ἔθος τόδε Eur. - v.l. ἐκλέγομαι);
2) указывать, сообщать (τινι εἰ … Soph. - v.l. δείκνυμι).

Middle Liddell

fut. -δείξω
to show forth, exhibit, display, Soph., Eur.