σεμνολογία

Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H. Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.

German (Pape)

[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλίαἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.

Russian (Dvoretsky)

σεμνολογία:торжественная речь, велеречие Plut.