αἰχμοφόρος

Revision as of 11:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, A spearman, Hdt.1.103,215. 2 esp., like δορυφόρος, of body-guards, Id.1.8, 7.40, B.10.89.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, Ἡρόδ. 1. 103, 215. 2) ἰδίως ὡς τὸ δορυφόρος, ἐπὶ σωματοφυλάκων, ὁ αὐτ. 1. 8., 7.40.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porteur d'une lance ; particul. garde, satellite armé d'une lance.
Étymologie: αἰχμή, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 guerrero portador de lanza, lancero Hdt.1.103, 215, D.H.2.13, Them.Or.5.66b.
2 guardia personal, de corps B.11.89, Hdt.1.8, ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροι Them.Or.19.226a
pretoriano Hdn.1.10.6.

Greek Monolingual

αἰχμοφόρος, -ον (Α)
1. πολεμιστής που φέρει δόρυ
2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

αἰχμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ακόντιο, ο δορυφόρος, σε Ηρόδ.· ιδίως όπως το δορυφόρος, λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμοφόρος:копьеносец, копейщик Her.

Middle Liddell

φέρω
one who trails a pike, a spearman, Hdt.:—esp. like δορυφόρος, of body-guards, Hdt.