ἀνδρειφόντης

Revision as of 12:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, ὁ, A man-slaying, epithet of Ἐνυάλιος, Il.2.651, etc.; but the metre requires ἀδρι-φόντης, cf. ἀνδρότης.

German (Pape)

[Seite 217] Ἐνυάλιος, der Männer mordende, Il. 2, 651. 7, 166. 8, 264. 17, 259.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (φονεύω) ἀνδροφόνος, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Ἰλ. Β. 651, κτλ.: πρβλ. ἀνδροφόνος: ἀλλὰ τὸ μέτρον φαίνεται ὡς νὰ ἀπαιτῇ ἀνδροφόντης, πρβλ. ἁδρός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tueur d'hommes.
Étymologie: ἀνήρ, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ου
• Grafía: tb. ἀνδρεφ- Eust.183.6
matador de hombres epít. de Enialio Il.2.651, cf. Hsch., Eust.l.c.

Greek Monolingual

ἀνδρεϊφόντης, ο (Α)
ανδροκτόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -φόντης < θείνω «σκοτώνω», με επίδραση του φόνος. Ο τ. ανδρειφόντης αντί ανδροφόντης αναλογικά προς το αργειφόντης].

Greek Monotonic

ἀνδρειφόντης: -ου, ὁ (ἀνήρ, *φένω), αυτός που φονεύει άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἀνήρ, *φένω
man-slaying, Il.