περίκομψος

Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, very subtle, ὑπόνοιαι Ar.Pax994.

German (Pape)

[Seite 580] sehr geschmückt, Ar. Pax 959.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομψος: -ον, ὁ πάνυ κομψός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 994.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très joli, très agréable.
Étymologie: περί, κομψός.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίκομψος, -ον, ΝΑ
1. κομψότατος
2. ο εξεζητημένα κομψός.

Greek Monotonic

περίκομψος: -ον, πολύ κομψός, φίνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περίκομψος: изящный, тонкий (αἱ ὑπόνοιαι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κομψος -ον heel subtiel.

Middle Liddell

περίκομψος, ον,
very elegant, exquisite, Ar.