περιβολιβόω

Revision as of 14:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

case in lead, IG12(1).694 (Rhodes).

Greek (Liddell-Scott)

περιβολῐβόω: περιβάλλω διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. μόλιβος. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ βόλιμος ὅμως κεῖται αὐτοῦ κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων ἴδιον· καὶ νῦν δὲ ἐνιαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.