ἐνιαχοῦ

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐᾰχοῦ Medium diacritics: ἐνιαχοῦ Low diacritics: ενιαχού Capitals: ΕΝΙΑΧΟΥ
Transliteration A: eniachoû Transliteration B: eniachou Transliteration C: eniachoy Beta Code: e)niaxou=

English (LSJ)

Adv., (ἔνιοι) in some places, Arist.HA 545a32, D.H. Rh.5.7, etc.; in some cases, Pl.Phd. 71b, Jul.Gal.152d; sometimes, BGU747ii9 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

adv.
1 c. valor local en algunos lugares op. πανταχοῦ Arist.HA 545a32, ἐ. ... ἐξ ἰχθύων ποιοῦσι κόλλαν Arist.HA 517b30, ἐ. γὰρ πολλὰ γίνεται μεγάλα τῶν ζῳοτόκων Arist.PA 655a8, ῥεῦμα ... ἐ. ... ναυσίπορον Luc.VH 1.7, cf. Ath.41f, Paus.10.15.4, en uso prep. c. gen. ἐ. τῶν λόγων ὑπονυστάζειν τὸν Δημοσθένην Plu.Cic.24.
2 c. valor temp. a veces, en algunas ocasiones βλαστάνει δὲ ἐ. ... σπανίως δέ Thphr.HP 2.2.2, κἂν ... ἐ. δὲ καὶ τολμῶσιν ἀντίστασθαι BGU 747.2.9 (II d.C.), op. πολλαχόθι Gal.3.748, frec. en correlación ἐ. ... ἐ. ... unas veces ... otras ... D.H.Rh.5.7, Iul.Gal.29.152D, ἔνθα ... ἔνθα ... ἐ. Arist.EE 1222a23
en tal o cual momento, según la época ποτέρῳ τούτων ἐ. χρηστέον cuál de las dos cosas hay que usar según el momento, e.e., según la estación del año, Hp.Medic.4.
3 en algunos casos κἂν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐ. Pl.Phd.71b.

German (Pape)

[Seite 844] an einigen Orten, Plut. Brut. 2; τῶν λόγων Cic. 24; – von der Zeit, bisweilen, Plat. Phaed. 71 d; Arist. H. A. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en quelques endroits;
2 avec idée de temps parfois.
Étymologie: ἔνιος, -αχοῦ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιᾰχοῦ: adv.
1 в некоторых местах, кое-где Plut.;
2 иногда, кое-когда Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαχοῦ: ἐπίρρ. (ἔνιοι), εἴς τινα μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12, κ. ἀλλ.· - ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐνίοτε, ἀντίθετον τῷ πανταχοῦ, Πλάτ. Φαίδων 71Β.

Greek Monolingual

(AM ἐνιαχοῦ) ένιοι
επίρρ. τοπ. σε μερικούς τόπους, σε μερικά μέρη, που και που
αρχ.
1. σε μερικές περιπτώσεις («κἄν εἰ μὴ χρώμεθα τοῖς ὀνόμασιν ἐνιαχοῦ», Πλάτ.)
2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά, πότε πότε.

Greek Monotonic

ἐνιᾰχοῦ: επίρρ. (ἔνιοι), σε κάποια μέρη, εδώ κι εκεί, ενίοτε, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἔνιοι
in some places, here and there, now and then, Plat.