προαιτιάομαι

Revision as of 15:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.

Russian (Dvoretsky)

προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).

Middle Liddell


Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.

Chinese

原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們已先證明(1) 羅3:9