αἰτιάομαι

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιάομαι Medium diacritics: αἰτιάομαι Low diacritics: αιτιάομαι Capitals: ΑΙΤΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: aitiáomai Transliteration B: aitiaomai Transliteration C: aitiaomai Beta Code: ai)tia/omai

English (LSJ)

used by Hom. only in Ep. forms, 3pl. αἰτιόωνται, opt. αἰτιόῳο, -ῳτο, inf. αἰτιάασθαι, impf. ἠτιάασθε, -όωντο: Aeol. impf. 2sg.
A αἰτίαο Lyr.Adesp.66: fut. -άσομαι Ar.Nu.1433, Pl.Phd. 85d: aor. ᾐτιᾱσάμην E.Fr.254, Th.1.120, etc., Ion. -ησάμενος Hdt.4.94, -ήσασθαι Hp.de Arte 4: pf. ᾐτίᾱμαι D.19.215, Ion. -ίημαι Hp.Ep.17 (also in pass. sense, and aor. ᾐτιάθην always so, v. infr. 1.1): (αἰτία):—accuse, censure, c. acc. pers., τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο Il.11.654, cf. Od. 20.135; ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775; θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται Od. 1.32, cf. E.Fr.254; καί μ' τιάασθε ἕκαστος Il.16.202, cf. S.OT608, Lys.7.38, etc.; αἰ. ὡς μιαρούς Pl.R. 562d; αἰ. τινά τινος to accuse of a thing, Hdt.5.27, Pl.R. 619c, D.21.104, etc.: c. inf., αἰ. τινὰ ποιεῖν τι accuse one of doing, Hdt.5.27, Pl.Criti.120c, X.Mem.1.1.2; οὐ τὰ ὑμέτερα αἰτιασόμεθα μὴ οὐχ ἕτοιμα εἶναι Pl.La.189c; αἰ. τινὰ ὡς… or ὅτι…, Th.1.120, X.An.3.1.7; αἰ. τινὰ περί τινος X.HG1.7.6: c. acc. cogn., αἰ. αἰτίαν κατά τινος bring a charge against one, Antipho 6.27:—Pass., to be accused, aor. 1 ᾐτιάθην (always) Th.6.53, 8.68, X.HG2.1.32: pf. ᾐτίαμαι Th.3.61: fut. αἰτιαθήσομαι D.C.37.56.
b in good sense, give one the credit of being, σὲ τίς αἰτιᾶται νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι; Pl.R. 599e, cf. 379c, Cra.396d.
2 c. acc. rei, lay to one's charge, impute, τοῦτο αἰ. X.Cyr.3.1.39; ταῦτα D.19.215: c. dupl. acc., τί ταῦτα τοὺς Αάκωνας αἰτιώμεθα; Ar.Ach.514.
3 injure, ὁπλήν Hippiatr.105.
II allege as the cause, οὐ τὸ αἴτιον αἰ. not to allege the real cause, Pl.R. 329b; τίνα ἔχεις αἰτιάσασθαι… τούτου κύριον;ib.508a; φωνάς τε… καὶ ἄλλα μυρία αἰ. Id.Phd.98e; τἀναίτια Id.Ti.88a; ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ' ἄν τις D.18.263; τὴν δίνην Arist.Cael.295a32; τὸ αὐτόματον Id.Ph.196a25.
2 c. inf., allege, τὸν λόγον αἰ. δυσχερῆ εἶναι Pl.Prt. 333d, cf. Men.93d; αἰ. τι αἴτιον εἶναι Grg.518d; ἰλίγγους ἐκ φιλοσοφίας ἐγγίγνεσθαι allege by way of accusation that... Id.R. 407c; τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι he alleged that it was part of... D. 18.150, cf. 37.12. (Late in Act., POxy.1032.51 (ii A. D.).)

Spanish (DGE)

• Morfología: [Hom. siempre c. diéct. αἰτιόω-, αἰτιάα- Il.11.78, Od.1.32, 20.135, ᾐτιάασθε Il.16.202, αἰτιάασθαι Il.10.120, 13.775; jón. αἰτίημαι Hp.Ep.14; lesb. αἰτιάμενος Alc.358.5; 2a pers. sg. imperat. αἰτιάο Inc.Lesb.2]
I en cont. desfavorables
1 censurar, criticar, acusar a los dioses Κρονίωνα Il.11.78, θεούς Od.1.32, E.Fr.254, δαίμον' αἰτιωμέν ην acusando al destino Anacr.72.4, gener. τὸν Ϝὸν θάμα θῦμον αἰτιάμενος Alc.l.c., αἰτιάο τὰ μέτερρα Inc.Lesb.2, τί τῶν πάντων αἰτιᾷ; Luc.Abd.21
acusar ἀναίτιον Il.11.654, 13.775, τὸν χρώμενον Democr.B 159, τὸν ὑπηρέτην POxy.1032.51 (II d.C.) en BL 7.133, με Il.16.202, σε S.OT 608, αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ acúsate a ti mismo Ar.Ra.630, cf. Nu.1433, Luc.Lex.25, αὐταυτόν IG 4.156.6 (Egina IV a.C.), κοὐκ αἰτιῶμαι κεῖνον ὡς τοὺς ἐν τέλει S.Ph.385, μηδέν' αἰτιῶ βροτῶν E.Cyc.285, cf. Med.605, Ph.629
c. ac. y gen. acusar a alguien de algo τοὺς μὲν λιποστρατίης Hdt.5.27, Pl.R.619c, Ar.Th.732, περὶ τῆς ἀναιρέσεως ... αὐτοὺς αἰτιάσασθαι X.HG 1.7.6, αἰ. τινὰ ὡς ..., ὅτι ... Th.1.120, X.An.3.1.7, αἰ. ὡς μιαρούς Pl.R.562d
c. or. de inf. (αἰτιώμενος) τοὺς δὲ σίνεσθαι τὸν Δαρείου στρατόν Hdt.5.27, τίν' αἰτιάσομαι θεῶν μ' ἀπολλύναι; Ar.Ra.310, cf. Pl.Criti.120c, X.Mem.1.1.2, Hp.Ep.14, εἰ δέ τίς τι αἰτιᾶται Ἀστυ[κράτην] ... ἀδικεῖν Δελφῶν τινα si alguno hace una acusación de que Astícrates comete algún delito contra alguno de Delfos ..., IG 22.109a.25 (IV a.C.), c. ac. int. ἡ αἰτία ἣν αἰτιῶνται κατ' ἐμοῦ la acusación que hacen contra mí Antipho 6.27
en v. pas. ser acusado Th.6.53, 8.68, X.HG 2.1.32, D.C.37.56.5, Th.3.61, PHaw.69re.12 (I/II d.C.) en SB 13224.2.12 (I/II d.C.).
2 c. ac. de cosa imputar, echar la culpa, echar en cara, achacar τὰ Φοίβου αἰτιᾶσθε θέσφατα E.Or.276, τοῦτο X.Cyr.3.1.39, ταῦτα D.19.215, τὴν στρατηγοῦ προπέτειαν Plb.3.68.10, ἄγνοιαν αἰτιῶνται Str.1.2.30, τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα Ar.Ach.514, cf. Th.473.
3 dañar, ser nocivo para ὁπλήν Hippiatr.104.5.
II en cont. favorables, de pers. decir que uno es, que tiene fama de σὲ δὲ τίς αἰτιᾶται ... νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι ...; Pl.R.599e, cf. Pl.Cra.396d.
III en cont. neutr.
1 c. ac. de cosa o pers. decir que algo o alguien es la causa, aducir como causa o causante φωνάς τε καὶ ἀέρας καὶ ἀκοάς Pl.Phd.98c, τὸ αὐτόματον Arist.Ph.196a25, Epicur.Fr.[34] 30.15
αἰ. τινά (τί) τινος aducir como la causa de algo τίνα οὖν ἔχεις αἰτιάσασθαι τῶν θεῶν τούτου ...; ¿quién de los dioses crees que puede ser el causante de esto? Pl.R.508a, ὧν τὴν πενίαν αἰτιάσαιτ' ἄν τις D.18.263, τούτου οὐκ ἔστιν αὖ τ[ο] ὺς πλαγιασμοὺς α[ἰ] τιάσασθαι Epicur.Fr.[26] 37.10.
2 c. ac. int. aducir, alegar οὐ τὸ αἴτιον αἰ. Pl.R.329b, τὰ ἀναίτια Pl.Ti.88a, αἰ. τι αἴτιον Pl.Phlb.22d, αἰτιάσονται τῶν νόσων αἰτίους εἶναι Pl.Grg.518d
c. or. de verbos de decir alegar como causa, manifestar λόγου δυσχερῆ εἶναι Pl.Prt.33d, ἰλίγγους ἐκ φιλοσοφίας ἐγγίγνεσθαι Pl.R.407c, c. inf. y gen. part. τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτ' εἶναι alegaba que era parte de tierra sagrada D.18.150, cf. 37.12.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. αἰτιάσομαι, ao. ᾐτιασάμην, pf. ᾐτίαμαι;
1 regarder comme cause ou auteur de, alléguer;
2 rendre responsable ; accuser : τινα qqn ; τινά τινος qqn de qch ; οἶον θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται épq. OD voyez comme les mortels accusent les dieux ! αἰτ. τινα ὡς ou ὅτι THC accuser qqn de.
Étymologie: αἰτία.

German (Pape)

med., als Grund, Ursach angeben; Hom. siebenmal, Od. 1.32 αἰτιόωνται, 20.135 αἰτιόῳο, Il. 11.654 αἰτιόῳτο, 10.120, 13.775 αἰτιάασθαι, 16.202 ᾐτιάασθε, 11.78 ᾐτιόωντο, überall im bösen Sinne, beschuldigen, anklagen; ἀναίτιον Od. 20.135, Il. 11.654, 13.775; im guten Sinne Plat. Phaed. 98d, Phaedr. 262d; gewöhnlicher im bösen Sinne auch in Prosa; σεαυτὴν αἰτιῶ Eub. Ath. II.69c; mit darauf folgendem acc. c. inf. Plat. Rep. X.599e; Xen. An. 1.2.20; ὅτι Plat. Lach. 179c; τινά Her. 4.94; Soph. Phil. 385; τί Xen. Cyr. 8.2.12; τινά τινος Her. 5.27; Dem. 19.333 und sonst; περί τινος Xen. Hell. 1.7.6; Dem. 18.191; τινά τι Ar. Ach. 488, Th. 473; τίνα αἰτίαν ἑαυτὸν αἰτ. Dem. 36.25; αἰτίαν κατά τινος αἰτ. Antiph. 6.27; τινός τι Luc. Hermot. 2; – aor. ᾐτιάθην in passiver Bdtg Thuc. 6.53; Xen. Hell. 2.1.32 und Sp.; so auch ᾐτιαμένος Thuc. 3.61 und ᾐτίαται Dem. 19.215; αἰτιαθήσομαι D.Cass.

Russian (Dvoretsky)

αἰτιάομαι:
1 винить, обвинять (τινα Hom., Soph.; τινα ὥς τινα Plut.; τινά τινος Her., Plat., Dem., τινά τι Arph. и τινὰ περί τινος Xen.): αἰθιαθεὶς περί τινος Thuc. обвиненный в чем-л.;
2 признавать, объявлять, считать (τινα νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι Plat.; τινὰς αἰτίους τινὸς εἶναι Plat.): τὸν λόγον αἰτιάσασθαι δυσχερῆ εἶναι Plat. заявить, что вопрос труден;
3 объявлять причиной: τῶν κοσμικῶν πάντων αἰ. τὸ αὐτόματον Arst. считать причиной всего мироздания случайность; τῶν ἀγαθῶν οὐδένα ἄλλον αἰτιατέον Plat. (все) хорошее следует приписать только ему.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιάομαι: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν Ἐπ. τύποις, γϳ πληθ. αἰτιόωνται, εὐκτ. αἰτιόῳο, -ῳτο, ἀπαρ. αἰτιάασθαι, παρατ. ᾐτιάασθε, -όωντο: ― μέλλ. -άσομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1433, Πλάτ.: ― ἀόρ. ᾐτιᾱσάμην, Εὐρ., Θουκ., κτλ., Ἰων. μετοχ. αἰτιησάμενος, Ἡρόδ.: πρκμ. ᾐτίᾱμαι, Δημ. 408. 7, Ἰων. -ίημαι, Ἱππ. (ὡσαύτως ἐν παθητικῇ ἐννοίᾳ, καὶ ἀόρ. ᾐτιάθην, ἀείποτε οὕτως, ἴδε κατωτέρω ΙΙ): πρβλ. ἐπκαταιτιάομαι: (αἰτία). Κατηγορῶ, ψέγω, κατακρίνω, μέμφομαι, μετ’ αἰτιατ. προστ., τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόῳτο, Ἰλ. Λ. 654· πρβλ. 78· ἀναίτιον αἰτιάασθαι, Ν. 775· πρβλ. Ὀδ. Υ. 135· θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται, Ὀδ. Α. 32· καί μ’ ᾐτιάασθε ἕκαστος, Ἰλ. Π. 202· οὕτω καὶ Σοφ. Ο. Τ. 608, Φ. 685, κτλ., αἰτ. ὡς μιαρούς, Πλάτ. Πολ. 562D· αἰτ. τινά τινος, κατηγορῶ τινα διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 5. 27· Πλάτ. Πολ. 619C, Δημ. 548. 21, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμ., αἰτ. τινὰ ποιεῖν τι, κατηγορῶ τινα ὅτι ποιεῖ τι, Ἡρόδ. 5. 27, Πλάτ. Κριτί. 120C· αἰτ. τινὰ ὡς… ἢ ὅτι..., Θουκ. 1. 120, Ξεν. Ἀν. 3, 1, 7: αἰτ. τινα περί τινος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 6· μετὰ συστοίχου αἰτιατ. αἰτ. αἰτίαν κατά τινος, Ἀντιφῶν 144. 32: ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας χρόνοι τινές εἰσιν ἐν χρήσει ὡς παθητικοί· (= κατηγοροῦμαι): ἀόρ. αϳ, ᾐτιάθην, (ἀείποτε παθ.), Θουκ. 6. 53., 8. 68, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 32: πρκμ. ᾐτίαμαι, Θουκ. 3. 61., Πλάτ. Κριτί. 120C: μέλλ. αἰτιαθήσομαι, Δίων Κ. 37. 56. β) ἐπί καλῆς σημασίας, ἀποδίδω εἴς τινα τὴν ὑπόληψιν, φήμην, δόξαν ὅτι εἶναι… ὑποθέτω, σὲ τίς αἰτιᾶται νομοθέτην ἀγαθὸν γεγονέναι; Πλάτ. Πολ. 599Ε. πρβλ. 309C. Κρατ. 396D· ἴδε καὶ αἰτία Π. 2. 2) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀποδίδω τὴν ἐνοχὴν τοῦ πράγματος εἴς τινα, προσάπτω τινί τι, τοῦτο αἰτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 29· ταῦτα, Δημ. 408. 7· μετὰ διπλ. αἰτιατικῆς, τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 514. ΙΙ. ἀποφαίνομαι ὡς αἴτιον, αἰτ. τινα αἴτιον, Πλάτ. Φίληβ. 22D· Γοργ. 518D· οὐ τὸ αἴτιον αἰτ., οὐκ ἀποφαίνομαι τὸ ἀληθὲς αἴτιον, ὁ αὐτ. Πολ. 329Β· τίνα ἔχεις αἰτιάσασθαι… τούτου κύριον; αὐτόθι 508Α· φωνάς τε καὶ ἄλλα μυρία αἰτ., ὁ αὐτ. Φαίδων 98D· τἀναντία, ὁ αὐτ. Τίμ. 88Α· ὧν τὴν πενίαν αἰ- τιάσαιτ’ ἄν τις, Δημ. 314. 20· τὴν δίνην, Ἀριστ. Εὐρ. 2. 13, 23· τὸ αὐτόματον, ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 4. 5. 2) μετὰ ἀπαρεμφ., διατείνομαι ὅτι, τὸν λόγον αἰτ. δυσχερῆ εἶναι, Πλάτ. Πρωτ. 333D, πρβλ. Μένωνα 93D· ἰλίγγους ἐκ Φιλοσοφίας ἐγγίγνεσθαι, διατείνομαι ὡς κατηγορῶν ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 407C· τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι, ἔφασκεν ὅτι ἦτο μέρος τῆς ..., Δημ. 277. 11.

English (Autenrieth)

(αἴτιος), resolved forms constantly, inf. αἰτιάασθαι, opt. αἰτιόῳο, ῳτο, ipf. ᾐτιάασθε, ἠτιόῳντο: accuse; οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται, ‘how mortals do bring charges against the gods!’ Od. 1.32.

Greek Monotonic

αἰτιάομαι: Επικ. γʹ πληθ. αἰτιόωνται, ευκτ. βʹ και γʹ ενικ. αἰτιόῳο, -ῳτο, απαρ. αἰτιάασθαι· Επικ. βʹ και γ πληθ. παρατ. ᾐτιάασθε, -όωντο· μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ᾐτιᾱσάμην, Ιων. μτχ. αορ. αἰτιησάμενος· παρακ. ᾐτίᾱμαι (αἰτία),
I. 1. μέμφομαι, κατηγορώ, επικρίνω, κατακρίνω, ψέγω, με αιτ. προσ.· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον ἀιτιόῳτο, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰτιάομαί τινά τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., αἰτιάομαί τινα ποιεῖν τι, κατηγορώ κάποιον ότι κάνει κάτι, στον ίδ.· μ' αυτή την έννοια, ορισμένοι χρόνοι χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμαι, όπως ο αόρ. αʹ ᾐτιάθην, σε Θουκ., Ξεν.· και ο παρακ. ᾐτίαμαι, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, προσάπτω σε κάποιον κάτι, καταλογίζω· τοῦτο αἰτιῶμαι, σε Ξεν.· ταῦτα, σε Δημ.· με διπλή αιτ., αἰτιῶμαί τι ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα; σε Αριστοφ.
II. αποφαίνομαι ως προς την ενοχή ή την υπαιτιότητα κάποιου· αἰτιῶμαί τινα αἴτιον, σε Πλάτ.· φωνάς τε καὶ ἄλλα μυρία αἰτιῶμαι, στον ίδ.· τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι, διατεινόταν ότι ήταν μέρος της ιερής περιοχής ή χώρας, σε Δημ.

Middle Liddell

αἰτία
I. to charge, accuse, censure, blame, c. acc. pers., τάχα κεν καὶ ἀναίτιον αἰτιόωιτο Il.; αἰτ. τινά τινος to accuse of a thing, Hdt., etc.;—c. inf., αἰτ. τινα ποιεῖν τι to accuse one of doing, Hdt.:—in this signf., certain tenses are used in pass. sense, to be accused, aor1 ἠιτιάθην Thuc., Xen.; perf. ἠιτίαμαι Thuc.
2. c. acc. rei, to lay to one's charge, impute, τοῦτο αἰτ. Xen.; ταῦτα Dem.; c. dupl. acc., τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα; Ar.
II. to allege as the cause, αἰτ. τινα αἴτιον Plat.; φωνάς τε καὶ ἄλλα μυρία αἰτ. Plat.; τῆς ἱερᾶς χώρας ἠιτιᾶτο εἶναι he alleged that it was part of the sacred territory, Dem.

Chinese

原文音譯:proaiti£omai 普羅埃提阿哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-請求
字義溯源:已經控告,已先證明,預先控訴;由(πρό)*=前)與(αἰτία)=原因)組成;而 (αἰτία)出自(αἰτέω)*=問)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們已先證明(1) 羅3:9

Lexicon Thucydideum

accusare, criminari, to accuse, blame, 1.82.1, 1.120.1, 1.123.1, 1.133.1, 1.140.1, 1.140.2, 2.61.2, 3.42.1, 5.30.1, 5.32.7, 6.77.1, 7.14.4,
PASS. 3.61.1, [vulgo. commonly. ᾐτιασμ.] 6.53.2, [D. Dorice αἰτιασθ.] 8.68.2, [vulgo commonly αἰτίας].