ποτισπαστήρ

Revision as of 15:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, Dor. for προσ-, thong which draws the bolt of a door, IG42(1).110.22, 24 (Epid., iv/iii B.C.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα -τήρ), πρβλ. επι-σπαστήρ].