ποτισπαστήρ
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ποτισπαστῆρος, ὁ, Dor. for προσπαστήρ, thong which draws the bolt of a door, IG42(1).110.22, 24 (Epid., iv/iii B.C.).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
(δωρ. τ.) δερμάτινο λουρί με το οποίο έλκεται ο σύρτης της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -σπαστήρ (< σπῶ «έλκω, σύρω» + επίθημα -τήρ), πρβλ. επισπαστήρ].