σκυβαλίζω

Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

look on as dung, reject contemptuously, D.H.Orat.Vett. 1, cf. σκυβλίζω:—Pass., opp. λαμπρίζομαι, Pempel. ap. Stob.4.25.52, cf. LXX Si.26.26:—later σκῠβᾰλ-εύω, Sch.Luc.Nec.17 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 906] wie Koth achten, verächtlich behandeln, τινά, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβᾰλίζω: θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, ἀπορρίπτω μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ λαμπρίζομαι, Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - ὡσαύτως σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκυβλίζω Α σκύβαλον
1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση
2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω.