σπερμολογία

Revision as of 18:07, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, babbling, gossip, Plu.Alc.36, 2.65b, etc.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, αδολεσχία, φημολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογία:пустословие, бахвальство Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.

Middle Liddell

σπερμολογία, ἡ,
babbling, gossip, Plut. [from σπερμολόγος