κακόμουσος

Revision as of 00:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, unmusical, Χορεία Sch.E.Ph.786 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1301] = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμουσος: -ον, ἄμουσος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 786· πρβλ. παράμουσος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόμουσος, -ον)
ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος.
επίρρ...
κακομούσως
με κακόμουσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλόμουσος, φιλόμουσος].