φιλόμουσος

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμουσος Medium diacritics: φιλόμουσος Low diacritics: φιλόμουσος Capitals: ΦΙΛΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: philómousos Transliteration B: philomousos Transliteration C: filomousos Beta Code: filo/mousos

English (LSJ)

φιλόμουσον, loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr.259b, R.548e, X.Cyr.5.1.1; μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62 K., etc.; λόγοι φ. Ar.Nu.358 (anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les Muses, càd les lettres, les arts ; τὸ φιλόμουσον c. φιλομουσία;
2 qui aime la musique;
Sp. φιλομουσότατος.
Étymologie: φίλος, μοῦσα.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμουσος:
1 преданный наукам и искусствам, т. е. ученый (λόγοι Arph.; ἀνήρ Plat.);
2 любящий музыку Xen.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμουσος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς Μούσας, ἢ τὴν μουσικήν, δελφὶς Ἀρίων ἐν Begk. Lyr. σ. 567· καθόλου, ὁ ἀγαπῶν τὴν μουσικὴν καὶ τὰς καλὰς τέχνας, ὁ ἔχων ὑψηλὴν καὶ πλήρη παίδευσιν, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259Β, Πολιτ. 548, Ξεν., κλπ.· φ. λόγοι Ἀριστοφ. Νεφ. 357· ― τὸ φιλόμουσον, = φιλομουσία, Πλούτ. 2. 984Β, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμουσος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) φιλομαθής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον
η φιλομουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλόμουσος].

Greek Monotonic

φῐλόμουσος: -ον (μοῦσα), αυτός που αγαπά τις Μούσες, γενικά, αυτός που αγαπά τη μουσική και τις τέχνες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

φῐλό-μουσος, ον, μοῦσα
loving the Muses, generally, loving music and the arts, Ar., Plat., etc.

English (Woodhouse)

accomplished, clever, cultured, refined, acquainted with literature

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)