κεφαλόπους

Revision as of 01:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in plural, lamb's or goat's trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῦς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].